- παρεδρεία
- παρεδρ-εία, ἡ,A attendance,
π. ποιούμεναι τῆς θεοῦ SIG695.28
(Magn. Mae., ii B.C.).II close study, application, Phld.Oec.p.71 J. (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
π. ποιούμεναι τῆς θεοῦ SIG695.28
(Magn. Mae., ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρεδρεία — ἡ, Α [παρεδρεύω] 1. το να κάθεται κάποιος δίπλα ή κοντά σε άλλον, η συγκαθεδρία 2. η προσεκτική μελέτη 3. φρ. «οἱ ἀπὸ τῆς παρεδρείας» οι πάρεδροι … Dictionary of Greek
παρεδρείας — παρεδρείᾱς , παρεδρεία attendance fem acc pl παρεδρείᾱς , παρεδρεία attendance fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεδρία — και ιων. τ. παρεδρίη, ἡ, ΜΑ [πάρεδρος] μσν. η διαρκής τήρηση, η συνεχής εκτέλεση («τῇ τοῡ νόμου τούτου παρεδρίᾳ», Ευστ.) αρχ. 1. η παρεδρεία, η συγκαθεδρία 2. η υπηρεσία («ἡ τῶν Γάλλων παρεδρία») 3. η διαρκής παρουσία («ἡ φύσις μηχανᾱται πρὸς τὴν … Dictionary of Greek